πολυρράφου

πολυρράφου
πολύρραφος
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πόρπαξ — ακος, ο, ΝΑ 1. νεοελλ. στρ. μεταλλικός κρίκος τών παλαιών πυροβόλων που χρησίμευε για τη στερέωση τού σωλήνα τού πυροβόλου στο σαμάρι τού ζώου που τόν μετέφερε, αλλ. πόρπη 2. η λαβή τής ασπίδας, κρίκος ή λουρί προσαρμοσμένο στην ασπίδα («ἴσχε διά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”